- λαδέμπορος
- οέμπορος λαδιού, αυτός που αγοράζει μεγάλες ποσότητες λαδιού από τον τόπο παραγωγής και τίς μεταφέρει για πώληση σε τόπους μεγάλης κατανάλωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαδέμπορος — ο αυτός που εμπορεύεται λάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
ελαδάς — ἐλαδᾱς, ο (Μ) αυτός που πωλεί λάδι, λαδέμπορος, λαδάς … Dictionary of Greek
ελαιέμπορος — ο έμπορος λαδιού, λαδέμπορος, λαδάς … Dictionary of Greek
ελαιοπώλης — ο (Α ἐλαιοπώλης) αυτός που πουλά λάδι, ο λαδάς, ο λαδέμπορος … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
λαδεμπορία — η [λαδέμπορος] εμπορία λαδιού … Dictionary of Greek